Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολυκαρπίαν τοῖς ϑεοῖς

См. также в других словарях:

  • πολυκαρπία — η, ΝΑ [πολύκαρπος] 1. αφθονία καρπών 2. ευφορία, γονιμότητα («ὅταν... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», Ξεν.) νεοελλ. φαινόμενο κατά το οποίο ένα φυτό ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια τής ζωής του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»